- ἁπτικῶν
- ἁπτικόςable to come into contact withfem gen plἁπτικόςable to come into contact withmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… … Dictionary of Greek
κεραιίδια — τα ζωολ. ζεύγος κεφαλικών απτικών εξαρτημάτων, που στα καρκινοειδή λέγεται και πρώτη κεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραία, αντί τού ορθ. και αρχ. κερα ΐδια (πρβλ. αρχαίος > αρχαϊκός) + κατάλ. ίδια. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ.… … Dictionary of Greek
συναισθησιαλγία — η, Ν ιατρ. συναισθησία κατά την οποία η εφαρμογή απτικών ή θερμικών ερεθισμάτων προκαλεί αντίληψη πόνου, ιδίως σε περιοχές που παρουσιάζουν καυσαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synesthesalgie < συναισθησία* + αλγία*] … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… … Dictionary of Greek